- καταστροφεύς
- καταστροφ-εύς, έως, ὁ,A one who ruins or spoils his work, bungler, Mim. Oxy.413.102; = eversor, tergiversator, Gloss.2 subverter,
τοῦ πολιτεύματος Lyd.Mag.3.69
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ πολιτεύματος Lyd.Mag.3.69
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταστροφεύς — καταστροφεύς, έως, ὁ (Α) βλ. καταστροφέας … Dictionary of Greek
καταστροφεῖς — καταστροφεύς one who ruins masc acc pl καταστροφεύς one who ruins masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφῆς — καταστροφεύς one who ruins masc nom pl καταστροφεύς one who ruins masc nom/voc pl καταστροφή overturning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφεῦ — καταστροφεύς one who ruins masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφῆι — καταστροφεύς one who ruins masc dat sg (epic ionic) καταστροφῇ , καταστροφή overturning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφέας — ο (Α καταστροφεύς) [καταστροφή] αυτός που καταστρέφει, ο πρόξενος καταστροφής, ο εξολοθρευτής αρχ. πάπ. αυτός που καταστρέφει το δικό του έργο, αδέξιος τεχνίτης, ατζαμής … Dictionary of Greek
καταστροφῇ — καταστροφῆι , καταστροφεύς one who ruins masc dat sg (epic ionic) καταστροφή overturning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστροφέα — καταστροφέᾱ , καταστροφεύς one who ruins masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)